Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τῆς ἀνοίας

См. также в других словарях:

  • оле — (33) межд. Употребляется для усиления экспрессивности высказывания. О: оле дивьноѥ ваю тьрпѣниѥ мѫченика. Стих 1156–1163, 73 об.; дьржатель всемѹ. ѡле б҃жиихъ сѹдьбъ. ѿстѹпьникъ бываѥть. (ὤ ѱεοῦ κριμοτων!) ЖФСт к. XII, 102 об.; ѡле чю(до) ѹлѹчиша …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • υποκροκαίνομαι — Μ [κρόκος] σπινθηροβολώ («τῶν ὀφθαλμῶν ὑποκροκαινομένων τῇ φλογὶ τῆς ἀνοίας», Θεοφύλ. Σ.) …   Dictionary of Greek

  • σχιζοφρενία — (Ιατρ.). Ψυχοπάθεια, που χαρακτηρίζεται από την αποδιοργάνωση της προσωπικότητας αυτό που ονομάζεται διάσπαση των ψυχικών λειτουργιών με έκπτωση του συναισθήματος, απώλεια της επαφής με το περιβάλλον (αυτισμός) και ψευδαισθήσεις. Συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… …   Dictionary of Greek

  • ψυχιατρική — Κλάδος της ιατρικής, που έχει ως αντικείμενο την κλινική μελέτη των ψυχικών νοσημάτων και τη θεραπεία τους. Η ψ. ως επιστήμη είναι σχετικά πρόσφατη, αν και οι ψυχικές διαταραχές ήταν γνωστές από τους αρχαιότατους χρόνους και διάσημοι γιατροί και… …   Dictionary of Greek

  • Αλτσχάιμερ, νόσος του- — (Alzheimer disease). Κατάσταση του ανθρώπινου οργανισμού κατά την οποία εκφυλίζονται νευρικά κύτταρα στον εγκέφαλο, προκαλώντας σταδιακή απώλεια μνήμης, σύγχυση και σωματική μεταβολή. Η ν.Α. ευθύνεται για το 55% όλων των περιστατικών άνοιας. Ο… …   Dictionary of Greek

  • πρεσβυοφρενία — η, Ν ιατρ. κλινική μορφή τής γεροντικής άνοιας στην οποία προεξάρχουν διαταραχές τής μνήμης, με εσφαλμένες αναγνωρίσεις και με διαταραχή τού προσανατολισμού ως προς τον χώρο και τον χρόνο, ενώ οι κοινωνικοί αυτοματισμοί διατηρούνται σχετικά καλά …   Dictionary of Greek

  • ξεμώραμα — το [ξεμωραίνω] απώλεια τής διανοητικής διαύγειας, κατάσταση αποχαύνωσης ή άνοιας, ξεκούτιασμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»