-
1 χορ-ηγός
χορ-ηγός, ὁ, dor. u. att. χορᾱγός (Lob. Phryn. p. 430), 1) der Chorführer, Anführer eines Reigens, Chortanzes; ϑεοὺς συγχορευτάς τε καὶ χορηγοὺς ἡμῖν δεδωκέναι τόν τε Ἀπόλλωνα καὶ Μούσας Plat. Legg. II, 665 a; übh. der einen Zug, eine Schaar anführt, ἰὼ τῶν πῦρ πνεόντων χοράγ' ἄστρων Soph. Ant. 1133, vom Bacchus; χοραγὲ τῶν καλλιχόρων δελφίνων Eur. Hel. 1470. – Bes. 2) der die Kosten zur Ausrüstung u. Aufführung eines Chors, einer theatralischen Vorstellung hergiebt; χορηγὸς κατεστάϑην εἰς Θαργήλια Antiph. 6, 10; καταστὰς χορηγὸς τραγῳδοῖς, χορ. κατέστην παιδικῷ χορῷ Lys. 21, 1. 4; χορηγὸν ἐνεγκεῖν, ernennen, Dem. 20, 130; – übh. der die Kosten u. Mittel wozu hergiebt, den Aufwand wozu bestreitet; χορηγὸν τῇ βδελυρίᾳ λαμβάνειν Aesch. 1, 54; Φιλίππῳ χορηγῷ χρώμενος Dem. 19, 216; πολυτελῶς ζῶσα καὶ εἰς ταῦτα χορηγὸν τὸν πατέρα τὸν ἐμὸν διὰ τὴν ἐπιϑυμίαν ἔχουσα 40, 51; τῆς ἀνοίας Luc. de luct. 20, u. a. Sp. Bes. auch der Lebensmittel für ein Heer und Kriegsbedürfnisse herbeischafft.
-
2 ἀπο-τίνω
ἀπο-τίνω (s. τίνω, ι bei Ep. -, att. ñ), Einem etwas als Buße od. Ersatz bezahlen, τιμήν τινι Il. 3, 286; νῠν μοι τὴν κομιδὴν ἀποτίνετον 8, 186, vgl. Her. 3, 109; σύν τινι Il. 4, 161; εὐεργεσίας, Wohlthaten vergelten, Od 22, 235; ὑπερβασίην ἀποτῖσαι, abbüßen, 13, 193; νῦν δ' ἁϑρόα πάντ' ἀπέτισεν Od. 1, 43, vgl. Iliad. 22, 271; αἷμα, φόνον, für einen Mord büßen, Aesch. Ag. 1311 Eur. I. T. 338; ζημίαν Plat. Legg. IX, 882 a; τίσιν τινί Her. 3, 109, Strafgeld erlegen; τῆς ἀνοίας τοὺς μισϑούς Pol. 4, 35, 15. Sehr gew. im att. Recht, παϑεῖν ἢ ἀποτῖσαι, von Leibes- und Geldstrafen, Plat. Apol. 36 b; Aesch. 1, 15 u. sonst; übh. Schuldiges bezahlen, Sold, Xen. An. 7, 6, 16; χρήματα Lys. 1, 29; Xen. Cyr. 8, 8, 6; λειτουργίαν Dem. 28, 17; – ἀποτιστέον Xen. Lao. 9, 5. – Med., sich von Einem etwas büßen lassen, rächen; πολύπικρα καὶ αἰνὰ βίας ἀποτίσεαι Od. 1, 6, 255; βίας τινί, Gewallthaten an Einem rächen, Od. 3, 216; βίας τινός, Jemandes Gewaltthaten strafen, 11, 118; ἀπετίσατο ποινὴν ἰφϑίμων ἑτάρων, Buße für die getödteten Gefährten, Od. 23, 312; τινά, sich an Jemandem rächen, 13, 386; τούτους οἱ ϑεοὶ ἀποτίσαιντο, strafen. Xen. An. 3, 2, 6; Cyr. 5, 4, 35; ἀποτίσασϑαι δίκην ἐχϑρούς, sich Genugthuung von den Feinden verschaffen, Eur. Heracl. 852. 882. Auffallend steht Aesch. Ag. 1484 ἀλάστως τόνδ' ἀπέτισε, wo man das med. erwartete.
-
3 νόσος
νόσος, ἡ, ion. u. ep. νοῦσος, Krankheit; Seuche, die ein zürnender Gott schickt, νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὦρσε κακήν, Il. 1, 10; νούσῳ ὑπ' ἀργαλέῃ φϑίσϑαι, 13, 667, Ggstz des schnellen Todes, vgl. 670 u. Od. 11, 172; ἐν νούσῳ κεῖται, 5, 395; οὔτις μοι νοῠσος ἐπήλυϑε, 11, 200; ἰατῆρα ϑερμᾶν νόσων, Pind. P. 3, 66; βαρειᾶν νόσων ἀκέσματα, 5, 63; παντοδαπᾶν ἀλκτῆρα νούσων, 3, 7; ἐς νόσον πεσών, wie auch wir sagen: in eine Krankheit verfallen, Aesch. Prom. 471. 476 (εἰς νόσον ἐμπίπτει, Antipho 1, 20); νόσος φρενῶν, Pers. 736, u. oft übertr. von allen Leidenschaften; Soph. vom Wahnsinn, Ai. 59, ϑεία νόσος, 185, ἐμβαλοῦσα λυσσώδη νόσον, 447; von der Liebe, Tr. 445. 491 u. öfter bei Eur.; – ἐκ τῆς νούσου ἀνέστη, Her. 1, 22; ἐκφυγὼν τὴν νοῦσον, ib. 25; ἡ σώματος πονηρία νόσος οὖσα, Plat. Rep. X, 609 c; τῆς μεγίστης νόσου ἀνοίας πληρωϑεῖσα αὑτῆς τὴν διάνοιαν, Legg. III, 691 c, die Sucht, von heftiger Begierde, Theaet. 169 b u. ähnliche Stellen zeigen, wie geläufig die Uebertragung auf geistige Uebel war; er sagt auch τὸν μὴ δυνάμενον αἰδοῦς μετέχειν κτείνειν ὡς νόσον πόλεως, Prot. 322 d, u. vrbdt κάμνειν ἐν νόσοις, Phil. 45 a, wie κάμνειν τὰς νόσους, Rep. III, 408 e; Xen. u. Folgde überall.
-
4 πλάνη
πλάνη, ἡ, wie ἄλη, 1) das Irren, Herumschweifen, die Irrfahrt; πῆ μ' ἄγουσι τηλέπλανοι πλάναι; Aesch. Prom. 577. 588; τέρμα τῆς ἐμῆς πλάνης δεῖξον, 625, u. öfter in diesem Stück; Elmsl. Soph. O. R. 67; Her. 1, 30 u. Sp., wie Arist. eth. 1, 3; auch Abschweifung, Digression, Plat. Parm. 135 e Legg. III, 683 a. – 2) übertr., Irrthum, πλάνης καὶ ἀνοίας ἀπηλλαγμένη Plat. Phaed. 81 a, u. öfter.
-
5 νόσος
νόσος, ἡ, Krankheit; Seuche, die ein zürnender Gott schickt; νούσῳ ὑπ' ἀργαλέῃ φϑίσϑαι, Ggstz des schnellen Todes; ἐς νόσον πεσών, wie auch wir sagen: in eine Krankheit verfallen; νόσος φρενῶν, u. oft übertr. von allen Leidenschaften; vom Wahnsinn, ϑεία νόσος; von der Liebe; τῆς μεγίστης νόσου ἀνοίας πληρωϑεῖσα αὑτῆς τὴν διάνοιαν, die Sucht (von heftiger Begierde); Übertragung auf geistige Übel
См. также в других словарях:
оле — (33) межд. Употребляется для усиления экспрессивности высказывания. О: оле дивьноѥ ваю тьрпѣниѥ мѫченика. Стих 1156–1163, 73 об.; дьржатель всемѹ. ѡле б҃жиихъ сѹдьбъ. ѿстѹпьникъ бываѥть. (ὤ ѱεοῦ κριμοτων!) ЖФСт к. XII, 102 об.; ѡле чю(до) ѹлѹчиша … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
υποκροκαίνομαι — Μ [κρόκος] σπινθηροβολώ («τῶν ὀφθαλμῶν ὑποκροκαινομένων τῇ φλογὶ τῆς ἀνοίας», Θεοφύλ. Σ.) … Dictionary of Greek
σχιζοφρενία — (Ιατρ.). Ψυχοπάθεια, που χαρακτηρίζεται από την αποδιοργάνωση της προσωπικότητας αυτό που ονομάζεται διάσπαση των ψυχικών λειτουργιών με έκπτωση του συναισθήματος, απώλεια της επαφής με το περιβάλλον (αυτισμός) και ψευδαισθήσεις. Συνήθως… … Dictionary of Greek
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek
ψυχιατρική — Κλάδος της ιατρικής, που έχει ως αντικείμενο την κλινική μελέτη των ψυχικών νοσημάτων και τη θεραπεία τους. Η ψ. ως επιστήμη είναι σχετικά πρόσφατη, αν και οι ψυχικές διαταραχές ήταν γνωστές από τους αρχαιότατους χρόνους και διάσημοι γιατροί και… … Dictionary of Greek
Αλτσχάιμερ, νόσος του- — (Alzheimer disease). Κατάσταση του ανθρώπινου οργανισμού κατά την οποία εκφυλίζονται νευρικά κύτταρα στον εγκέφαλο, προκαλώντας σταδιακή απώλεια μνήμης, σύγχυση και σωματική μεταβολή. Η ν.Α. ευθύνεται για το 55% όλων των περιστατικών άνοιας. Ο… … Dictionary of Greek
πρεσβυοφρενία — η, Ν ιατρ. κλινική μορφή τής γεροντικής άνοιας στην οποία προεξάρχουν διαταραχές τής μνήμης, με εσφαλμένες αναγνωρίσεις και με διαταραχή τού προσανατολισμού ως προς τον χώρο και τον χρόνο, ενώ οι κοινωνικοί αυτοματισμοί διατηρούνται σχετικά καλά … Dictionary of Greek
ξεμώραμα — το [ξεμωραίνω] απώλεια τής διανοητικής διαύγειας, κατάσταση αποχαύνωσης ή άνοιας, ξεκούτιασμα … Dictionary of Greek